φοροτεχνικός

φοροτεχνικός
-ή, -ό
1. αυτός που έχει ειδίκευση στα φορολογικά θέματα: Φοροτεχνικό γραφείο.
2. το αρσ. ως ουσ., φοροτεχνικός επαγγελματίας ειδικός στο να συντάσσει φορολογικές δηλώσεις, υπομνήματα και προσφυγές στις αρμόδιες φορολογικές υπηρεσίες.
3. αρμόδιος υπάλληλος για τη βεβαίωση του φόρου και τον έλεγχο της φορολογικής δήλωσης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φοροτεχνικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε διάφορα τεχνικά θέματα τα οποία αφορούν την καταβολή και την είσπραξη τών φόρων 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η φοροτεχνικός α) επαγγελματίας που συντάσσει φορολογικές δηλώσεις, υπομνήματα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”